- Λήιτος
- Λήιτος: son of Alectryon, a leader of the Boeotians, Il. 2.494, Il. 13.91, Il. 17.601, Il. 6.35.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Λήιτος — Λήϊτος , Λήϊτος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήιτος — Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Βοιωτίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αλεκτρύονα και της Κλεοβούλης, καθώς και ένας από τους μνηστήρες της Ελένης. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία και στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους πέντε… … Dictionary of Greek
ЛЕИТ — • Leïtus, Λήϊτος, сын Алектора или Алектриона, аргонавт, вождь беотийцев под Троей, раненый Гектором, похороненный в Платеях. Ноm. Il. 2, 494. 17, 601. Еиr. Iph. А. 256 … Реальный словарь классических древностей
Lëitvs — LËĬTVS, i, Gr. Λήϊτος, ου, Alektors Sohn, einer der Argonauten. Apollod. l. I. c. 9. §. 16. Sein Sohn Peneleus war mit unter den Freyern der Helena. Id. III. c. 9. §. 8. Gleichwohl hinterließ Alektors Sohn, Iphis, dem Sthenelus die Regierung.… … Gründliches mythologisches Lexikon
λήτειρα — λῄτειρα, ἡ (Α) δημόσια ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλυκός τ. τού λητῆρες* (πρβλ. γενέτ ειρα, καθηγήτ ειρα) με υπογεγραμμένη πιθ. λόγω επίδρασης από τους τ. λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» (πρβλ. λήτωρ)] … Dictionary of Greek
λήτωρ — λήτωρ, ορος, ὁ (Α) ιερέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει τους τύπους με την ίδια σημασία λήϊτος, ληΐτη «ιέρεια» και λειτουργός (πρβλ. λαός), αλλά υπάρχουν μορφολογικές δυσχέρειες που εμποδίζουν την ανεπιφύλακτη σύνδεση με τους τ.… … Dictionary of Greek
Ληίτου — Ληΐτου , Λήϊτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληίτῳ — Ληΐτῳ , Λήϊτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λήιτον — Λήϊτον , Λήϊτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)